🌑 Ιστορία
Όταν το ρολόι δείξει τρεις ακριβώς μετά τα μεσάνυχτα, η γη σιωπά.
Οι δρόμοι αδειάζουν, τα φώτα των σπιτιών τρεμοπαίζουν∙
κι εκείνες —οι Δαιμονίδες— αρχίζουν να ξυπνούν.
Στο παλιό αρχοντικό έξω απ’ την πόλη, τρεις γυναίκες κάθονται γύρω από έναν μαύρο καθρέφτη.
Τα μάτια τους λάμπουν σαν καρβουνιασμένα φεγγάρια∙
οι φωνές τους μοιάζουν με αναστεναγμούς από το υπόγειο της Κόλασης.
Η πρώτη, η Νίρα, φοράει πέπλο από στάχτη.
Η δεύτερη, η Αζάρα, κρατάει στα χέρια της ένα δερμάτινο βιβλίο δεμένο με κόκκινο νήμα.
Η τρίτη, η Μόριγκα, έχει σάρκα που μοιάζει με σκιά — ποτέ δεν φαίνεται ολοκληρωτικά ανθρώπινη.
Κάθε νύχτα, περιμένουν να σβήσει το τελευταίο φως της πόλης.
Τότε, όταν όλα τα ρολόγια δείξουν 03:00, ανοίγει η Πύλη του Κατωφλιού.
Από εκεί, περνούν στα σκοτεινά σοκάκια, στα αδιέξοδα πίσω από τις εκκλησίες, στα παλιά σπίτια που μυρίζουν θυμίαμα και φόβο.
Δεν χτυπούν την πόρτα∙ απλώς εμφανίζονται.
Πάντα σε εκείνους που ψιθυρίζουν με απελπισία τη φράση:
«Ας πάει το σπίτι μου στους δαίμονες, αρκεί να σωθώ εγώ.»
Μα δεν ξέρουν τι σημαίνει αυτό.
Η Νίρα μαζεύει την ψυχή του πρώτου, σαν δάκρυ που κυλά απ’ το στόμα του.
Η Αζάρα τη γράφει στο βιβλίο της, και το όνομα του ανθρώπου σβήνει από τη μνήμη του κόσμου.
Η Μόριγκα χαμογελά — γιατί κάθε ψυχή που χάνεται, κάνει τη δική της πιο δυνατή.
Οι δρόμοι γεμίζουν με σιωπή∙
ο αέρας παγώνει.
Κι όταν η αυγή φτάσει, εκείνες ξανακάθονται γύρω από τον καθρέφτη,
πλέκοντας με τα μακριά τους δάχτυλα τις επόμενες υπογραφές.
Λένε πως, αν μείνεις ξύπνιος στις 3:00,
και ακούσεις τρεις χτύπους στο παράθυρο,
μην ανοίξεις.
Γιατί δεν είναι ο άνεμος.
Είναι οι Δαιμονίδες — κι έρχονται να σου προσφέρουν συμφωνία.
Μόνο που, αυτή τη φορά, η τιμή δεν είναι το σπίτι σου…
…είναι η ψυχή σου.