🕯️ Ιστορία
Κανείς δεν κατάλαβε πότε άρχισε.
Ίσως τη νύχτα που το φεγγάρι σκίστηκε στα δύο — ή τη στιγμή που οι ψίθυροι άρχισαν να ακούγονται από τις γωνίες των σπιτιών, σαν ανάσες που δεν ανήκαν σε κανέναν.
Οι δαίμονες δεν ήρθαν με φωτιά και καπνό.
Ήρθαν σιωπηλά, μέσα από καθρέφτες, μέσα από τις οθόνες, μέσα από τις σκέψεις που νομίζαμε δικές μας.
Δεν κρατούσαν πια σπαθιά ή φλόγες — κρατούσαν επιθυμίες.
Ο πρώτος λεγόταν Ασμοράν.
Κουβαλούσε την αμαρτία της αλαζονείας και ψιθύριζε σε όσους νόμιζαν πως είναι καλύτεροι από όλους.
Τους έκανε να κοιτάζουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη μέχρι που το είδωλο άλλαζε∙
μέχρι που έβλεπαν κάτι πίσω τους να χαμογελά.
Η δεύτερη λεγόταν Νεράελ, δαίμονας του πόθου.
Δεν εμφανιζόταν ποτέ ολόκληρη — μόνο τα μάτια της, σαν αναμμένα κάρβουνα.
Μιλούσε μέσα στα όνειρα, προσφέροντας ό,τι ποθούσε περισσότερο η καρδιά,
και ζητούσε μόνο μια «μικρή υπόσχεση» αντάλλαγμα.
Όμως όποιος ξυπνούσε, ξυπνούσε άδειος∙ σαν να είχε αφήσει την ψυχή του στην άλλη πλευρά του ύπνου.
Κι έπειτα ήρθε ο Μάλχερ, ο πιο ύπουλος απ’ όλους.
Δε σ’ έκανε να φοβάσαι — σε έκανε να πιστεύεις.
Σου ψιθύριζε πως το καλό είναι αδύναμο, πως η αρετή είναι για τους αφελείς,
κι ότι μόνο όσοι τολμούν να σπάσουν τον νόμο θα επιβιώσουν.
Οι πόλεις άρχισαν να γεμίζουν με πρόσωπα χωρίς βλέμμα∙
άνθρωποι που χαμογελούσαν, μα δεν ήταν πια ζωντανοί με τον ίδιο τρόπο.
Κάπου στο υπόγειο ενός εγκαταλελειμμένου ναού,
μια γυναίκα ονόματι Ίρις ανακάλυψε το αρχαίο βιβλίο των Δαιμόνων.
Δεν το διάβασε — την διάβασε αυτό.
Τα γράμματα άλλαζαν μπροστά στα μάτια της,
και κάθε λέξη που πρόφερε άνοιγε μια μικρή ρωγμή ανάμεσα στους κόσμους.
Έξω, οι δρόμοι σκοτείνιαζαν, ακόμα κι όταν ο ήλιος ανέτειλε.
Οι άνθρωποι περπατούσαν σαν υπνωτισμένοι, ψιθυρίζοντας ονόματα που δεν έπρεπε να ξέρουν.
Κι όταν η Ίρις προσπάθησε να σταματήσει την τελετή,
είδε κάτι να στέκεται πίσω της — το ίδιο της το είδωλο.
Εκείνο χαμογέλασε πρώτο.
«Δεν μας έφερες εσύ εδώ», της είπε.
«Εσείς μας καλέσατε. Με κάθε επιθυμία σας, με κάθε ψέμα σας, με κάθε αμαρτία σας.
Δεν χρειάζεται να έρθουμε. Είμαστε ήδη μέσα σας.»
Και τότε, ο κόσμος έπαψε να είναι ο ίδιος.