Στην άκρη ενός κόσμου που είχε ξεχάσει το φως, δύο πλάσματα γεννήθηκαν από την ίδια κατάρα. Ο πρώτος, μαύρος σαν απανθρακωμένη σάρκα, με μάτια που καίγονταν σαν αναμμένα κάρβουνα. Ο δεύτερος, λευκός σαν ξεραμένο κόκαλο, με σάρκα λεπτή που έτριζε όταν κινούταν. Ήταν οι Δίδυμοι Δαίμονες, καρποί μιας αρχαίας συμφωνίας που είχε σφραγίσει την ανθρωπότητα σε κύκλους πόνου.
Ο Μαύρος Δαίμονας απολάμβανε τις ψυχές που γεννούσαν φόβο και μίσος. Τις κατάπινε αργά, αφήνοντας τα ουρλιαχτά τους να αντηχούν στην άβυσσο σαν ύμνο. Ο Λευκός Δαίμονας όμως προτιμούσε τις ψυχές των αγνών· εκείνων που είχαν ακόμα σπίθα αθωότητας. Τις ρουφούσε σαν θείο νέκταρ, και τα κλάματά τους ήταν το τραγούδι που τον έθρεφε.
Γονάτιζαν πάντα αντικριστά, σε τελετές κάτω από τον σφαγμένο ουρανό, ενώ τα κρανία των πεσόντων σχημάτιζαν βωμούς στα πόδια τους. Κάθε φορά που ενώναν τα χέρια, ο κόσμος σκοτείνιαζε λίγο περισσότερο, γιατί η ένωση των Δίδυμων Δαιμόνων άνοιγε ρωγμές. Από τις ρωγμές ξεπηδούσαν φλόγες, φίδια, και οι ψίθυροι των χαμένων.
Όμως, υπήρχε κάτι που τους βασάνιζε. Ενώ έτρωγαν ψυχές αδιάκοπα, η δική τους πείνα ποτέ δεν έσβηνε. Ήξεραν πως η στιγμή θα ερχόταν: για να κορεστούν, θα έπρεπε να στραφούν ο ένας στον άλλον. Ο Μαύρος έβλεπε στον Λευκό την καθαρότητα που λαχταρούσε· ο Λευκός έβλεπε στον Μαύρο το δηλητήριο που τον μάγευε.
Μέχρι τότε, στέκονταν γονατιστοί μέσα στον κύκλο των νεκρών, έτοιμοι να μοιραστούν το επόμενο γεύμα ψυχών. Κι όποιος άνθρωπος τολμούσε να κοιτάξει τα μάτια τους, δεν έβλεπε μόνο τον θάνατο — έβλεπε τον εαυτό του, όπως θα ήταν όταν οι Δίδυμοι Δαίμονες θα τον κατάπιναν.