Στην καρδιά ενός καμένου δάσους, εκεί όπου η σιωπή πνίγει τις ψυχές και οι στάχτες σκεπάζουν το φως, εμφανίζεται ο Άγγελος του Σατανά. Τα φτερά του, μαύρα σαν το αιώνιο κενό, ανοίγουν απειλητικά, ενώ το πρόσωπό του κρύβεται στη σκιά της κουκούλας. Στο χέρι του κρατάει ξίφος σμιλεμένο από το αίμα των νεκρών, μια λεπίδα που διψά για όρκους και ψυχές.
Μπροστά του, οι θνητοί και οι μάγοι γονατίζουν. Σαν σκιές που ζητούν έλεος, σκύβουν το κεφάλι, θυσιάζοντας την υπερηφάνειά τους για λίγη από τη δύναμη που υπόσχεται. Ξέρουν πως κάθε όρκος που δίνουν τους δένει με αλυσίδες αόρατες, πως η ψυχή τους δεν θα τους ανήκει πια. Όμως, το Σκοτάδι τους δελεάζει. Η δύναμη που τους χαρίζει είναι απαγορευμένη, άγρια, μα υπερβατική.
Ο Άγγελος του Σκότους δεν μιλά. Δεν χρειάζεται. Η παρουσία του και μόνο είναι εντολή. Το βλέμμα του, αν και κρυμμένο, τρυπά την ψυχή όσων στέκονται μπροστά του. Οι γονατισμένοι ορκίζονται, κι εκείνος ακουμπά τη λεπίδα στον ώμο τους, σφραγίζοντας την αιώνια υποταγή τους.
Από τη στιγμή εκείνη, δεν ανήκουν πια στον εαυτό τους. Ανήκουν στο Σκότος. Και ο κόσμος γύρω τους αρχίζει να καταρρέει…