Στους τοίχους του υπόγειου ναού, χαραγμένα σύμβολα από μια γλώσσα ξεχασμένη, ανασαίνουν σαν να έχουν ψυχή. Το φως των κεριών σέρνεται επάνω στις μορφές δύο όντων: ένας γελωτοποιός με πρόσωπο βαμμένο σαν μάσκα θανάτου, και μια γυναίκα με φτερά σκιερού αγγέλου, στεφανωμένη με φωτοστέφανο που καίει αντί να φωτίζει.
Δεν ήταν άνθρωποι. Δεν ήταν άγγελοι. Ήταν κάτι που γεννήθηκε από την ένωση της παραφροσύνης και του ουράνιου αμαρτήματος. Εκείνος είχε σφραγιστεί με δερματικά σύμβολα, κάθε χαρακτήρας και μια κατάρα. Εκείνη έφερε στην πλάτη της τα ονόματα των πεσόντων αγγέλων, γραμμένα σε φωτιά και αίμα.
Στο κέντρο του ναού, ένα σπαθί με φτερά σκιασμένα και λεπίδα που έλαμπε σαν λιωμένο μέταλλο, αιωρούνταν επάνω σε κύκλο φλόγας. Δεν ήταν απλό όπλο· ήταν το Κλειδί του Σκότους, το οποίο μπορούσε να ανοίξει τις Πύλες της Αβύσσου. Όποιος το κρατούσε, θα έδινε ψυχή στη σιωπή και ζωή στον θάνατο.
Ο γελωτοποιός πλησίασε το σπαθί. Τα μάτια του γυάλιζαν από μανία, μα η γυναίκα με τα μαύρα φτερά έβαλε το χέρι της στον ώμο του.
«Αν το αγγίξεις, δεν υπάρχει επιστροφή. Η ίδια σου η ψυχή θα καεί στις φλόγες του», ψιθύρισε με φωνή που έμοιαζε περισσότερο με ψαλμωδία παρά με λόγο.
Εκείνος χαμογέλασε.
«Η ψυχή μου κάηκε προ πολλού. Αυτό που απομένει είναι μόνο στάχτη και γέλιο.»
Τα δάχτυλά του άγγιξαν τη λαβή. Φτερά από σκοτάδι ξεδιπλώθηκαν από την πλάτη του, απλώνοντας σκιά που κατάπινε το φως των κεριών. Εκείνη τον κοίταζε με μάτια που έσταζαν δάκρυα φωτιάς· το φωτοστέφανό της τρεμόπαιζε, σαν να κινδύνευε να σβήσει.
Μα αντί να τραβήξει το σπαθί για τον εαυτό του, το έστρεψε προς εκείνη.
«Μαζί ή τίποτα. Αν εγώ πέσω, πέφτεις κι εσύ. Είσαι το αμάρτημά μου και το τελευταίο μου φως.»
Εκείνη άγγιξε τη λεπίδα, κι η φλόγα της ενώθηκε με το αίμα της. Στον ναό ακούστηκαν κραυγές — όχι δικές τους, αλλά των ψυχών που ήταν δεμένες στα γράμματα των σωμάτων τους. Ολόκληρο το δωμάτιο άρχισε να τρέμει, σαν να αφυπνιζόταν κάτι αρχαιότερο και τρομακτικότερο από τους ίδιους.
Το Σπαθί του Σκότους δέθηκε με τις καρδιές τους. Από εκείνη τη στιγμή, έγιναν ένα: ο Γελωτοποιός των Αβύσσων και η Άγγελος της Πτώσης. Ο κόσμος δεν θα γνώριζε ποτέ ξανά την ησυχία.
Κεφάλαιο 2: Η Σφραγίδα που Σπάει
Η γη γύρω τους σείστηκε, σαν οι τοίχοι του ναού να μην άντεχαν την ένωση φωτός και σκότους. Τα ιερογλυφικά στις πέτρινες πλάκες άρχισαν να στάζουν μαύρο υγρό, σαν να αιμορραγούσε η ίδια η πέτρα. Κάθε σταγόνα έπεφτε στη φλόγα και τη μετέτρεπε σε καπνό πηχτό, που σχημάτιζε μορφές παραμορφωμένων όντων, πνευμάτων δεμένων αιώνες μέσα στην κατάρα.
Ο Γελωτοποιός γέλασε, μα το γέλιο του έμοιαζε να σπάει τον αέρα σε θραύσματα. Το σπαθί στο χέρι του πάλλονταν σαν ζωντανό, ενώ τα μαύρα φτερά του χτυπούσαν με δύναμη, σκορπώντας σπίθες από σκόνη και στάχτη.
Η Άγγελος της Πτώσης άπλωσε το χέρι της.
«Δεν ξέρεις τι απελευθερώνεις. Αυτό το όπλο δεν είναι μόνο δύναμη· είναι σφραγίδα. Κρατάει κάτι φυλακισμένο, κάτι που ούτε οι θεοί δεν τόλμησαν να αντικρίσουν.»
Το φωτοστέφανό της άρχισε να σκοτεινιάζει, σαν να το ρουφούσε η ίδια η λεπίδα. Τα μάτια της γέμισαν τρόμο, αλλά και πόθο. Γιατί ήξερε: αν έσπαζε η σφραγίδα, εκείνη θα έβρισκε την ελευθερία που της στέρησαν όταν έπεσε από τον ουρανό.
Ο Γελωτοποιός γύρισε προς το μέρος της, με βλέμμα φλεγόμενο.
«Αυτό θέλω, αγάπη μου. Να καταστρέψω τις αλυσίδες. Να σπάσω τους κανόνες τους. Αν ο κόσμος πρέπει να καεί, ας καεί με το γέλιο μου να αντηχεί στις στάχτες του.»
Με μια κίνηση, κάρφωσε το σπαθί στο κέντρο του κύκλου. Οι φλόγες εκτοξεύτηκαν στον αέρα, σβήνοντας κάθε φως εκτός από το μαύρο πυρ που τύλιξε τον ναό. Οι σκιές απέκτησαν φωνές· ψίθυροι που γίνονταν κραυγές, κραυγές που μετατρέπονταν σε θρήνους.
Και τότε… ράγισε η σφραγίδα.
Από το ρήγμα αναδύθηκε ένα μάτι, αδιανόητα μεγάλο, που κάρφωσε και τους δύο με βλέμμα παγωμένο. Ήταν το Βλέμμα της Αβύσσου, το πρώτο σημάδι ότι αυτό που φυλασσόταν αιώνες δεν ήταν πια δεσμώτης.
Η Άγγελος ένιωσε το αίμα της να παγώνει.
«Τώρα ξεκινά το αληθινό Τίμημα…»
Τελευταίο Κεφάλαιο: Η Ένωση της Αβύσσου
Το Βλέμμα της Αβύσσου άνοιξε σαν μαύρος ήλιος που ρουφούσε το φως, και όλος ο ναός τυλίχθηκε σε σιωπή. Οι ψίθυροι των σκιών σωπάσανε, σαν να κρατούσαν την ανάσα τους μπροστά σε αυτό που ερχόταν. Το σπαθί, καρφωμένο στο κέντρο, έτρεμε· οι φτερούγες του άπλωσαν τόσο, που σκέπασαν το ταβάνι από τα ιερογλυφικά.
Η Άγγελος έπεσε στα γόνατα, τα μαύρα της φτερά να σέρνονται στο έδαφος. Το φωτοστέφανό της είχε σχεδόν σβήσει. Ένιωθε το αίμα της να καίγεται, την ψυχή της να τραβιέται προς την άβυσσο.
Ο Γελωτοποιός, αντίθετα, γέλασε πιο δυνατά από ποτέ.
«Το καταλαβαίνεις; Αυτό δεν είναι τέλος. Είναι γέννηση! Εμείς, εσύ κι εγώ, θα γίνουμε οι θεοί του χάους!»
Μα το Βλέμμα της Αβύσσου δεν έβλεπε θεούς. Έβλεπε σπασμένες ψυχές, παιχνίδια έτοιμα να καταναλωθούν. Το ρήγμα άνοιξε διάπλατα, κι από μέσα ξεχύθηκαν χέρια από καπνό, πλοκάμια από σκιά, πρόσωπα παραμορφωμένα που φώναζαν δίχως στόμα.
Η Άγγελος σήκωσε το βλέμμα της. Μια τελευταία σπίθα έλαμψε μέσα της.
«Αν το αφήσουμε ελεύθερο, ο κόσμος θα χαθεί. Μα αν δέσουμε την ύπαρξή μας με αυτό… μπορούμε να το κλείσουμε ξανά.»
Τα μάτια του Γελωτοποιού σκοτείνιασαν. Για πρώτη φορά, το χαμόγελο έσπασε.
«Θέλεις να θυσιαστούμε; Να αφήσουμε το γέλιο, τον πόνο, την τρέλα μας να χαθούν;»
Εκείνη άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το δικό του.
«Μαζί. Ακόμα και στην αιωνιότητα του κενού.»
Κι έτσι, οι δύο τους ένωσαν τα χέρια επάνω στη λεπίδα. Το αίμα τους χύθηκε πάνω στα φτερά του σπαθιού και το όπλο άναψε με φως που δεν ήταν ούτε φως ούτε σκοτάδι — ήταν Ισορροπία.
Το Βλέμμα της Αβύσσου ούρλιαξε, ο ναός κατέρρευσε, κι όλα τα πλάσματα από καπνό και σκιές τραβήχτηκαν πίσω στο ρήγμα που έκλεινε με εκκωφαντικό πάταγο. Το σπαθί έλιωσε, οι σφραγίδες στο δέρμα τους άναψαν και ύστερα χάθηκαν.
Στην άδεια αίθουσα έμεινε μόνο η στάχτη. Ούτε Γελωτοποιός, ούτε Άγγελος. Μονάχα η ηχώ ενός γέλιου που χανόταν, και ενός ψιθύρου που έλεγε:
«Μαζί… για πάντα.»
Κι έτσι, η Αβύσσου σφραγίστηκε ξανά. Όμως οι θρύλοι λένε πως, όταν ο κόσμος θα ξεχάσει τη θυσία τους, το γέλιο και τα μαύρα φτερά θα επιστρέψουν — όχι για να καταστρέψουν, αλλά για να θυμίσουν πως ακόμα και μέσα στο πιο απόλυτο σκοτάδι, μπορεί να γεννηθεί ένα δικό του φως.