«Αγκαλιά Φωτός και Σκότους: Ο Έρωτας του Χάρου»

«Αγκαλιά Φωτός και Σκότους: Ο Έρωτας του Χάρου»

Στην καρδιά ενός δάσους όπου τα δέντρα ψιθύριζαν μυστικά και οι σκιές ζούσαν σαν πλάσματα, εκεί γεννήθηκε ένας έρωτας απαγορευμένος, σκοτεινός και αιώνιος. Ήταν ο Χάρος, ο άρχοντας της σιωπής και της αιώνιας νύχτας, και εκείνη, μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, με μάτια που άναβαν σαν δάδες μέσα στο σκοτάδι. Δεν τον φοβήθηκε ποτέ, ούτε τη σκελετωμένη αφή του, ούτε το άρωμα της φθοράς που τον συνόδευε. Αντίθετα, έγειρε επάνω του, σαν να είχε βρει το μοναδικό της καταφύγιο.

Στο τραπέζι μπροστά τους υπήρχαν χαρτιά, σύμβολα μοίρας, δίπλα σε κεριά που έσταζαν σαν σταγόνες αίματος. Η κάθε κίνηση του Χάρου ήταν υπόσχεση. Και η κάθε ανάσα της γυναίκας ήταν ψίθυρος που έδεσε την ψυχή της με τον άρχοντα του Σκότους. Την κράτησε στην αγκαλιά του, όχι σαν θύμα, αλλά σαν ισότιμη ερωμένη. Εκείνη είχε αποδεχτεί το πεπρωμένο της∙ να μην αγαπηθεί από άνθρωπο, αλλά από το ίδιο το Τέλος.

Όμως, εκεί όπου η νύχτα και η φθορά έπλεκαν την ιστορία τους, εμφανίστηκε μια άλλη μορφή: μια αγγελική παρουσία, λουσμένη σε λευκό φως. Ήταν η αδελφή της, μια ύπαρξη φωτός και αγνότητας. Κι όμως, ούτε εκείνη μπόρεσε να γλιτώσει από τον πειρασμό του Σκότους. Η αγγελική μορφή πλησίασε τον Χάρο και τα χείλη της ενώθηκαν με τα δικά του – χείλη που δεν είχαν ζωή, μα μόνο σιωπή. Εκεί, στο όριο του Ουρανού και της Κόλασης, γεννήθηκε ένας δεύτερος έρωτας: ο έρωτας της Αθωότητας με τον Θάνατο.

Δύο γυναίκες, μία σκοτεινή και μία λευκή, ενώθηκαν με τον ίδιο άρχοντα. Η μία πρόσφερε πάθος, σάρκα και φωτιά. Η άλλη πρόσφερε λύτρωση, δάκρυ και αγάπη. Και ο Χάρος, διχασμένος ανάμεσα στο Φως και στο Σκοτάδι, τις κράτησε και τις δύο. Έγινε ο εραστής της σιωπής, το σημείο όπου η ζωή τελειώνει και η αιωνιότητα αρχίζει.

Δεν υπήρχε σωτηρία γι’ αυτές τις ψυχές. Ο κόσμος θα τις έκρινε βέβηλες, μα εκείνες δεν λογάριαζαν θεούς ούτε ανθρώπους. Στην αγκαλιά του Χάρου βρήκαν κάτι που κανείς θνητός δεν μπόρεσε να τους δώσει: αιώνια αγάπη. Μια αγάπη που δεν ανήκε στη μέρα ούτε στη νύχτα, αλλά στην αδιάκοπη αιωνιότητα, εκεί όπου η φθορά αγκαλιάζει την ομορφιά και η επιθυμία γίνεται μοίρα.

Κι έτσι, στο τέλος του χρόνου, ανάμεσα σε φλόγες κεριών και πέταλα ματωμένων ρόδων, ο Χάρος δεν ήταν πια μονάχα ο άρχοντας της λήθης. Ήταν ο εραστής που διάλεξαν και οι δύο πλευρές της ύπαρξης — το Φως και το Σκοτάδι. Και η ιστορία τους δεν γράφτηκε με μελάνι, αλλά με καρδιές που δέχτηκαν να καούν για πάντα μέσα στη δική του αιώνια αγκαλιά.

Comments

No comments yet. Why don’t you start the discussion?

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *